επούρισμα

επούρισμα
το мор. уст. разворот по ветру; движение по ветру

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επούρισμα" в других словарях:

  • επούρισμα — το [επουρίζω] πλους κατά τη διεύθυνση τού ανέμου, πρύμνισμα …   Dictionary of Greek

  • πρύμισμα — και πρύμνισμα, το, Ν [πρυμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πρυμίζω, στροφή τού πλοίου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει την πρύμνη του προς τον άνεμο και να ουριοδρομεί, το επούρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»